Ιούν 18

ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ

ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ ΤΗΣ ΚΥΗΣΗΣ

Τι είναι ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης;
Πρόκειται για διαβήτη, δηλαδή διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη, που διαπιστώνεται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ο διαβήτης της κύησης αποτελεί διαφορετική πάθηση από το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (που εμφανίζεται σε παιδιά ή εφήβους και ονομάζεται νεανικός διαβήτης) αλλά και το σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (που εμφανίζεται σε ενήλικες)
Πόσο συχνός είναι;
Με βάση τα αποτελέσματα τελευταίων ερευνών και επιδημιολογικών μελετών αποδείχθηκε ότι το 8% των κυήσεων, δηλαδή 1 στις 12 έγκυες γυναίκες, θα εμφανισθεί σακχαρώδη διαβήτη. Άρα πρόκειται για μια από τις συχνότερες παθήσεις της κύησης στην εποχή μας. Η αύξηση αυτή της συχνότητας οφείλεται πρώτον, στο ότι έχουν αυξηθεί τα ποσοστά της παχυσαρκίας ανάμεσα στις νέες γυναίκες, και δεύτερον ότι στο παρελθόν δεν δινόταν ιδιαίτερη προσοχή σε γυναίκες που γεννούσαν παιδιά βαρύτερα από 4 κιλά χωρίς να ξέρουμε ότι πολλές από αυτές τις κυήσεις είχαν επιπλακεί με σακχαρώδη διαβήτη.
Πώς διαγιγνώσκεται ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης;
Σε όλες τις έγκυες γυναίκες πρέπει γίνεται μια ειδική εξέταση, που είναι γνωστή ως ‘καμπύλη γλυκόζης’. Η εξέταση αυτή γίνεται σε μικροβιολογικό εργαστήριο όπου η έγκυος γυναίκα λαμβάνει μια ποσότητα γλυκόζης από το στόμα (συνήθως 75 ή 100 γραμμάρια) και μετράτε η γλυκόζη στο αίμα πριν και μετά τη χορήγηση (συνήθως κάθε μισή ώρα ή κάθε ώρα για τις επόμενες 2-3 ώρες). Δηλαδή συνολικά γίνονται πέντε (5 ) μετρήσεις σακχάρου αίματος. Ανάλογα με τα αποτελέσματα, η καμπύλη χαρακτηρίζεται ως ‘φυσιολογική’, ή ‘παθολογική’. Αν στο ιστορικό της γυναίκας υπάρχει από προηγούμενη κύηση με παθολογική καμπύλη γλυκόζης τότε η μέτρηση γίνεται νωρίτερα στην αρχή της κύησης περίπου τη 10η – 12η εβδομάδα, αλλιώς η μέτρηση γίνεται αργότερα μετά την 24η έως τη 28η εβδομάδα της κύησης. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να αποφασισθεί έγκαιρα και με βάση το αποτέλεσμα της μέτρησης αν είναι παθολογικό να τεθεί σε ειδική παρακολούθηση η έγκυος γυναίκα πέραν της συνηθισμένης παρακολούθησης από το μαιευτήρα της.
Γιατί είναι επικίνδυνος ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης;
Όπως γνωρίζουμε η αντίσταση στην ινσουλίνη, που είναι και η και η αιτία του διαβήτη, οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και εκτροπή της προς το έμβρυο, μέσω του πλακούντα. Τα αυξημένα ποσά γλυκόζης στη μητρική και πλακουντιακή κυκλοφορία μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα τόσο στην έγκυο, όσο και στο έμβρυο ή το νεογνό. Η μητέρα που έχει διαβήτη της κύησης, εμφανίζει μεγαλύτερη πιθανότητα ανάπτυξης υπέρτασης κατά την εγκυμοσύνη, μια σοβαρή κατάσταση της κύησης που αν μπλεχτεί με οιδήματα των κάτω άκρων και λευκωματουρία είναι γνωστή ως προεκλαμψία.
Ωστόσο,στις κυήσεις με διαβήτη τα περισσότερα προβλήματα αφορούν στο έμβρυο και το νεογνό. Έτσι, κατά τη διάρκεια της κύησης παρατηρούνται αυτόματες αποβολές και ενδομήτριοι θάνατοι. Tο νεογνό της μητέρας με διαβήτη έχει αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση επιπλοκών όπως συγγενείς ανωμαλίες, μακροσωμία, υπογλυκαιμία, υπασβεστιαιμία, αναπνευστική δυσχέρεια, μυοκαρδιοπάθεια και ίκτερο.
Παρακολούθηση κύησης με διαβήτη;
Η πρώτη και βασική παρακολούθηση αρχίζει με την κλινική εξέταση και τη συζήτηση με την έγκυο ώστε να κατανοήσει την κατάσταση της και να συμβάλει ενεργητικά στην αντιμετώπισή της. Ακολουθεί η μέτρηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα, που γίνεται από την ίδια την έγκυο με τη βοήθεια ειδικών συσκευών που ονομάζονται ‘μετρητές γλυκόζης’ ή σακχαρόμετρα’. Μια άλλη εξέταση που μπορεί να γίνει είναι η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης η οποία δείχνει, κατά κάποιο τρόπο, το ‘μέσο όρο’ των επιπέδων της γλυκόζης κατά τους τελευταίους τρεις μήνες. Ιδιαίτερη σημασία έχει η παρακολούθηση του εμβρύου μέσω του υπερηχογραφήματος, όπου προσδιορίζονται σωματομετρικές παράμετροι που αντανακλούν την επίδραση του διαβήτη (υπερηχογραφική εξέταση ανάπτυξης του εμβρύου). Τέλος, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης, εφαρμόζονται ιδιαίτερες παράμετροι παρακολούθησης. Ο στόχος της θεραπευτικής προσέγγισης είναι τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα να είναι μικρότερα από 90-95 mg/dl όταν η γυναίκα είναι νηστική και μικρότερα από 130-140 mg/dl μία ώρα μετά το φαγητό.
Θεραπευτική προσέγγιση της εγκύου:
Η αλλαγή του τρόπου ζωής και διατροφής συμβάλλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση του διαβήτη της κύησης. Ο τρόπος αυτός περιλαμβάνει τον έλεγχο του σωματικού βάρους, την άσκηση, τη διακοπή του καπνίσματος και τον περιορισμό της κατανάλωσης αλκοόλ. Η έγκυος γυναίκα δεν θα πρέπει να αυξήσει το βάρος της περισσότερο από 11 – 12 κιλά σε όλη την διάρκεια της κύησης.
Μερικές φορές μάλιστα απαιτείται ακόμη και να χάσει βάρος κατά την κύηση, γεγονός που με την κατάλληλη καθοδήγηση είναι απολύτως ασφαλές για το έμβρυο. Η διατροφή πρέπει να είναι ισορροπημένη και να περιλαμβάνει πολλά μικρά γεύματα.
Άρα η πρώτη θεραπευτική προσέγγιση της γίνετε με δίαιτα και αλλαγή του τρόπου ζωής.
Σε περίπτωση που τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα δεν ελέγχονται ικανοποιητικά με την δίαιτα τότε, αποφασίζεται η χορήγηση ινσουλίνης.
Η απόφαση για την έναρξη της θεραπείας με ινσουλίνη είναι αρκετά περίπλοκη, καθώς ο γιατρός θα πρέπει να συνυπολογίσει πολλές παραμέτρους, τόσο από την πλευρά της μητέρας (καθημερινές μετρήσεις της γλυκόζης στο αίμα, γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη) όσο και από την πλευρά του εμβρύου (μακροσωμία, ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης, πολυυδράμνιο). Η χορήγηση της ινσουλίνης στην έγκυο γυναίκα γίνετε με την συνεργασία του διαβητολόγου, ο οποίος την παρακολουθεί παράλληλα με τον γυναικολόγο. Η ινσουλίνη διακόπτεται συνήθως την ημέρα του τοκετού. Ο διαβήτης της κύησης δεν αποτελεί από μόνος του ένδειξη διενέργειας καισαρικής τομής ούτε ασφαλώς ένδειξη μη θηλασμού.
Πρόγνωση του διαβήτη της κύησης;
Πριν την ανακάλυψη της ινσουλίνης, το 1921, το ποσοστό των αυτόματων αποβολών σε κυήσεις επιπλεγμένες με σακχαρώδη διαβήτη ήταν περίπου 60-70%. Η χρήση της ινσουλίνης και η εφαρμογή καλού μεταβολικού ελέγχου κατά τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησε σε θεαματική ελάττωση της περιγεννητικής θνησιμότητας στο 2-4%. Ο σακχαρώδης διαβήτης κατά την κύηση αποτελεί μια συχνή πάθηση που συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο τόσο για τη μητέρα όσο και για το νεογνό. Η έγκαιρη ανίχνευση και διάγνωση, η συστηματική παρακολούθηση και η διατήρηση καλού μεταβολικού ελέγχου έχουν επιφέρει θεαματική βελτίωση στην πρόγνωση των γυναικών και των παιδιών τους.

Leave a Comment!

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *